- δοριθήρατος
- δοριθήρᾱτος , δοριθήρατοςhunted and taken by the spearmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοριθήρατος — δοριθήρατος, ον (AM) αυτός τον οποίο καταδίωξαν και αιχμαλώτισαν στον πόλεμο … Dictionary of Greek
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
δοριθηράτοις — δοριθηρά̱τοις , δοριθήρατος hunted and taken by the spear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)